- μεταφορικός
- -ή, -ό (Α μεταφορικός, -ή, -όν) [μεταφορά]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο»)2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το μεταφορικόα) τηλεγραφική συσκευή που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν και με την οποία ενισχύονταν και αναμεταδίδονταν τα ασθενή σήματαβ) στον πληθ. τα μεταφορικάτα έξοδα, οι δαπάνες που απαιτούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων, αλλ. κόμιστρα2. φρ. α) «μεταφορικά γραφεία» — πρακτορεία μεταφορών που αναλαμβάνουν τη μεταφορά πραγμάτων και προσώπων με μεταφορικά μέσα δικά τους ή τρίτωνγ) «μεταφορικό RNΑ»βιολ. ιδιαίτερη μορφή τού ριβονουκλεϊκού οξέος, κύριος ρόλος τής οποίας είναι η μεταφορά τών αμινοξέων από το κυτταρικό περιβάλλον στην αλυσίδα σχηματισμού τών πρωτεϊνών η οποία έχει «κατασκευαστεί» από το αγγελιαφόρο RNΑ, αλλ. μεταφορέας RNΑδ) «μεταφορικά έξοδα» — τα μεταφορικάε) «μεταφορικά μέσα» — βλ. μέσοστ) «μεταφορικοί συνεταιρισμοί» — μορφή συνεταιρισμών που συγκροτούνται ανάμεσα σε ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, με χαρακτήρα κυρίως προμηθευτικόαρχ.ο επιτήδειος στη μεταφορά.επίρρ...μεταφορικώς και -ά (Α μεταφορικῶς)με μεταφορά, με μεταφορικό τρόπο («οι ποιητές είναι αυτοί που κυρίως εκφράζονται μεταφορικώς»).
Dictionary of Greek. 2013.